Hungarian-Greek dictionary »

emberi meaning in Greek

HungarianGreek
emberi

ανθρώπινος◼◼◼

άνθρωπος◼◼◻

emberi betegség

ασθένεια του ανθρώπου

emberi egészség

ανθρώπινη υγεία◼◼◼

υγεία του ανθρώπου◼◼◼

Emberi Jogok Európai Bírósága

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων

emberi populáció

ανθρώπινος πληθυσμός

emberi település

οικισμός ανθρώπων

emberi települések környezetvédelmi vonatkozásai

περιβαλλοντική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

emberi települések társadalmi, gazdasági vonatkozása

κοινωνικοοικονομική πτυχή των ανθρώπινων οικισμών

emberi településgazdálkodás

διαχείριση ανθρώπινων οικισμών

emberi test

ανθρώπινο σώμα◼◼◼

σώμα του ανθρώπου

emberi tevékenység

ανθρώπινη δραστηριότητα◼◼◼

δραστηριότητα του ανθρώπου◼◻◻

emberi élőhely

κατοικία (οικότοπος) του ανθρώπου

emberiség

ανθρωπότητα◼◼◼

ανθρωπιά