Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
πρωτογενής▼◼◼◼
πρωταρχικός (-ή-ό)▼◼◼◼
πρώτος▼◼◼◼
πρωτεύων▼◼◻◻
πρώτιστος▼◼◻◻
πρωτοβάθμιος▼
κατανάλωση πρωτογενούς ενέργειας▼
πρωτογενές δάσος▼◼◼◼
πρωτοβάθμια (πρώτη) επεξεργασία▼
πρωτεύον κλειδί▼
πρωτογενής τομέας▼
συγκεκριμένα▼
↑