Hungarian-Greek dictionary »

el meaning in Greek

HungarianGreek
élesztővel dúsított liszt

αλεύρι που φωσκώνει (φαρίνα)

élet

διάρκεια ζωής◼◼◼

ζωή◼◼◼

η ζωή◼◻◻

ισόβια◼◻◻

ακρίβεια◼◻◻

βίος

βιώνω

ζω

Élet

Ζωή◼◼◼

életbiztosítás

η ασφάλεια ζωής

életciklus

βιολογικός κύκλος/κύκλος ζωής

életciklus-gazdálkodás

διαχείριση κύκλου ζωής

életerős, fitt, fiatalos

κοτσονάτος

életforma

τρόπος ζωής

élethosszig

διά βίου◼◼◼

életképes

βιώσιμος◼◼◼

életkor

ηλικία◼◼◼

η ηλικία◼◼◻

ζωή◼◻◻

μακροζωία◼◻◻

γηρατειά

életkörülmények

συνθήκες διαβίωσης◼◼◼

περιβάλλον διαβίωσης

életmód

διαβίωση◼◼◼

ο τρόπος ζωής◼◼◻

ζωή◼◻◻

életrajz

βιογραφία

életrajzi

βιογραφικός

életrajzíró

βιογράφος

életre vonatkozó mutató/index

βιοτικός δείκτης

életszínvonal

το βιοτικό επίπεδο◼◼◼

élettan

φυσιολογία◼◼◼

Élettan

Φυσιολογία (βιολογία)◼◼◼

élettani

φυσιολογικός

élettárs

σύντροφος◼◼◼

σύζυγος◼◼◻

ο/η σύντροφος

élettartam

ζωή◼◼◼

élettel foglalkozó tudomány

βιολογικές επιστήμες

91011