Please enable javascript to use dictionary! Howto enable javascript?
εργασία▼◼◼◼
έργο▼◼◼◻
δουλειά▼
δουλεύω (-ψω), εργάζομαι (-στώ)▼
λειτουργώ▼
εργάζεται ευσυνείδητα/με ευσυνειδησία▼
↑