Hungarian-Greek dictionary »

dal meaning in Greek

HungarianGreek
gazdálkodás

κτηνοτροφία◼◻◻

διοίκηση◼◻◻

gazdálkodási eszköz

μέσο οικονομικής διαχείρισης

gazdálkodási módszer

τεχνική καλλιέργειας

gazdálkodó

γεωργός◼◼◼

αγρότης◼◻◻

κτηνοτρόφος

gázpedál

επιταχυντής◼◼◼

αέριο

halgazdálkodás

διαχείριση της αλιείας◼◼◼

ιχθυοκαλλιέργεια◼◼◻

Harmadik Birodalom

Ναζιστική Γερμανία

hattyúdal

κύκνειο άσμα

hegygazdálkodás

διαχείριση ορέων

Heimdall

Χέιμνταλ

hordalék

πρόσχωση

hordalékos síkság

αλλουβιακή (προσχωσιγενής) πεδιάδα

integrált gazdálkodás

ενοποιημένη διαχείριση

Ipari forradalom

Βιομηχανική Eπανάσταση

ipari társadalom

βιομηχανική κοινωνία

irodalmi értékelés

αξιολόγηση έντυπου υλικού

irodalom

βιβλιογραφία◼◼◼

λογοτεχνία (logotechnía)◼◻◻

/λογοτεχνία

/φιλολογία

έντυπο υλικό

έντυπο υλικό/κείμενα/λογοτεχνία/φιλολογία

η λογοτεχνία

κείμενα

φιλολογία

Irodalom

Λογοτεχνία◼◼◼

irodalom (francia irodalom, angol irodalom, stb.)

λογοτεχνία◼◼◼

jobboldal

δεξιά◼◼◼

σωστά◼◻◻

jobboldali

δεξιός

δεξιός-ά-ό/δεξί

kandal

εστία

παραγώνι

παραστιά

kétoldalú egyezmény

διμερής σύμβαση

3456

Your history