Hungarian-Greek dictionary »

anyag meaning in Greek

HungarianGreek
alapanyag

συστατικό◼◼◼

alternatív anyag

εναλλακτικό υλικό◼◼◼

antianyag

αντιύλη

aromás anyag

αρωματική ουσία

ásványanyag

ορυκτή ύλη

ásványi szálasanyag

ορυκτή ίνα

bélésanyag

υλικό επένδυσης (περιβλήματος)

biokémiai anyag

βιοχημικές ουσίες

biológiai szennyezőanyag

βιολογικός ρύπος

biológiailag akkumulálódott szennyezőanyag

βιοσυσσωρευόμενος ρύπος

biológiailag lebomló szennyezőanyag

βιοαποδομήσιμος ρύπος

βιοδιασπώμενος ρύπος

bioüzemanyag

βιοκαύσιμο◼◼◼

βιογενές καύσιμο

csiszolóanyag

τραχύς

csomagolóanyag hulladék

απορρίμματα συσκευασίας (που προέρχονται από συσκευασίες)

csomagolóanyag-visszaváltási rendszer

ρύθμιση σχετικά με την καταβολή ποσού για τη συσκευασία

dízel üzemanyag

πετρέλαιο ντίζελ◼◼◼

καύσιμα ντίζελ◼◼◻

EK rendelet a létező vegyi anyagokról

κανονισμός της ΕΚ σχετικά με τις υπάρχουσες χημικές ουσίες

elektronikus anyag

ηλεκτρονικό υλικό

élelmiszer-adalékanyag

πρόσθετο τροφίμων (στα τρόφιμα)

élelmiszer szennyezőanyag

ρύπος των τροφίμων

elhanyagol

παραμελώ (-ήσω)

elhanyagolás

παραμέληση◼◼◼

αμελώ

παραμελώ

elhanyagolható

αμελητέος◼◼◼

ellenanyag

αντίσωμα◼◼◼

energiaforrás anyaga

πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας

építőanyag

υλικά οικοδομών

építőanyag-ipar

βιομηχανία υλικών οικοδομής

Fa (anyag)

Ξύλο◼◼◼

faanyag

ξυλεία◼◼◼

ξύλο◼◼◻

δάσος◼◻◻

δέντρο

ξύλινος

festékanyag

χρωστική◼◼◼

βαφή◼◼◻

123