Hungarian-Greek dictionary »

öl meaning in Greek

HungarianGreek
jelölt

αιτούσα

jelöltség

υποψηφιότητα◼◼◼

jelölés

σημείωση◼◼◼

σημειογραφία◼◼◼

συμβολισμός◼◼◼

jelölőnyelv

γλώσσα σήμανσης◼◼◼

jól öltözött

καλοντυμένος

jövendölés

μαντεία

μαντική

προφητεία

kedves/tisztelt hölgyem!

αγαπητή κυρία,

kedves/tisztelt uram vagy hölgyem!

αγαπητέ κύριε ή κυρία,

ki kell töltse ezt a ...

θα πρέπει να συμπληρώσετε ...

ki tudnák tisztítani ezt az öltönyt?

μπορώ να δώσω αυτό το κουστούμι για καθαρισμό;

kis öböl

ορμίσκος

kis öböl/földteknő

ορμίσκος

kiskutya, kölyökkutya

κουτάβι (koutávi)

kitölt

ολοκληρώσει◼◼◼

συμπληρώνω (-σω)

kitöltené a regisztrációs lapot?

θα μπορούσατε να συμπληρώσετε αυτο το έντυπο;

kitöltené ezt a nyomtatványt, kérem?

μπορείτε να συμπληρώσετε αυτό το έντυπο παρακαλώ;

kitöröl

σβήνω

kitörölhetetlen

ανεξίτηλος◼◼◼

ανεξάλειπτος

kitűzés/kijelölés

ευθυγράμμιση/χάραξη

kékeszöld

αγριόπαπια

βαθυκύανο

kérhetek egy törölközőt, kérem?

θα μπορούσα να έχω μια πετσέτα παρακαλώ;

kérsz egy törölközőt?

θα ήθελες μια πετσέτα;

kölcsön

δάνειο◼◼◼

το δάνειο◼◼◼

δανεισμός◼◻◻

διατεθειμένος◼◻◻

kölcsönad

δάνειο◼◼◼

δανεισμός◼◻◻

δανείζω

δανείζω (-σω)

kölcsönadó

δανειστής◼◼◼

kölcsönhatás

αλληλεπίδραση◼◼◼

διάδραση◼◼◻

91011