Hungarian-Greek dictionary »

építés meaning in Greek

HungarianGreek
jó felépítésű

καλοχτισμένος

környezetileg fenntartható építészet

περιβαλλοντική (αειφόρος) αρχιτεκτονική

lakásépítési program

στεγαστικό πρόγραμμα

leépítés

απόλυση◼◼◼

τσεκούρι

létszámleépítés

απόλυση◼◼◼

Testépítés

Σωματοδόμηση

tájépítés

αρχιτεκτονική τοπίου◼◼◼

újjáépítés

ανασυγκρότηση◼◼◼

ανοικοδόμηση◼◼◻

αποκατάσταση◼◼◻

ανακατασκευή◼◼◻

ανάπλαση◼◻◻

επιδιόρθωση◼◻◻

12