Hungarian-Greek dictionary »

ár meaning in Greek

HungarianGreek
áram

το (ηλεκτρικό) ρεύμα

τρέχων

τωρινός

áramerősség

ένταση◼◼◼

áramkör

κύκλωμα◼◼◼

ηλεκτρικό κύκλωμα◼◼◻

áramlat

ρεύμα◼◼◼

τρέχων

áramlik

ροή◼◼◼

παροχή◼◻◻

áramlás

ροή◼◼◼

παροχή◼◼◻

κυλώ

ρέω

áramló víz

ρέοντα ύδατα◼◼◼

áramszolgáltató vállalat

επιχείρηση ηλεκτρισμού

áramszünet

η διακοπή ρεύματος

áramütés

ηλεκτροπληξία◼◼◼

σοκ◼◻◻

árapály

παλίρροια◼◼◼

πλήμμη◼◼◻

πλημμυρίδα

árapály erőmű

παλιρροϊκός σταθμός (παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας)

árapály víz

παλιρροϊκά ύδατα

árbóc

δέντρο

ιστός

κατάρτι

ξάρτι

áremelés

αύξηση◼◼◼

οι ανατιμήσεις, οι αυξήσεις

árengedmény

έκπτωση◼◼◼

η έκπτωση◼◼◻

árfolyam

ισοτιμία◼◼◼

η τιμή◼◼◻

ρυθμός

ária

άρια

μελωδία

ármány

ραδιουργία

ármánykodik

δολοπλοκώ

árny

ίσκιος

123