Grekiska | Ungerska |
---|---|
στάση | álláspont◼◼◼ megállás◼◼◼ magatartás◼◼◼ testtartás◼◼◻ hozzáállás◼◼◻ hely◼◼◻ megálló◼◼◻ megáll◼◼◻ állomás◼◼◻ attitűd◼◻◻ szempont◼◻◻ vélemény◼◻◻ keret◼◻◻ megállít◼◻◻ megítélés◼◻◻ tartás◼◻◻ testalkat◼◻◻ leállít◼◻◻ megszűnik◼◻◻ nézet◼◻◻ |
στάση (η, tsz. -εις) | megálló◼◼◼ |
στάση λεωφορείου | buszmegálló◼◼◼ |
εδώ είναι η στάση μου | |
ζητήστε στάση | |
η επόμενη στάση | |
ποιά είναι αυτή η στάση / ποιός είναι αυτός ο σταθμός; | |
ποιά είναι η επόμενη στάση / ποιός είναι ο επόμενος σταθμός; | |
σε ποια στάση να κατέβουμε; | |
υπηρεσία στάσης |