Ungersk-Grekisk ordbok »

hely betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
hely

τόπος (tópos)◼◼◼

θέση◼◼◼

θέση (théssi)◼◼◼

σημείο◼◼◼

σημείο (semeío)◼◼◼

ο τόπος◼◼◼

μέρος (méros) τα μέρη◼◼◼

περιοχή◼◼◻

περιοχή (periochí)◼◼◻

χώρος◼◼◻

χώρος (chóros)◼◼◻

τοποθεσία◼◼◻

τοποθεσία (topothessía)◼◼◻

έδρα◼◼◻

κατάσταση◼◼◻

διάστημα◼◼◻

χωριό◼◼◻

πόλη◼◻◻

κάθισμα◼◻◻

στίγμα◼◻◻

στάση◼◻◻

αίθουσα◼◻◻

κοιλότητα◼◻◻

γειτονιά

καρέκλα

πλατεία

(ülő)hely, osztály

θέση (η, tsz. -εις)

hely, rész

μέρος (το)

helybeli

ντόπιος

τοπικός

helyben

επί τόπου◼◼◼

επί τόπου/επιτόπιος

επιτόπιος

helyes

σωστά◼◼◼

ορθός◼◼◻

δεόντως◼◼◻

σωστός◼◼◻

δίκαιο◼◼◻

δικαίωμα◼◼◻

ακριβής◼◻◻

12