Grekisk-Ungersk ordbok »

παίρνω (πάρω, πήρα) betyder på ungerska

GrekiskaUngerska
παίρνω (πάρω, πήρα)

elvesz

elvisz

παίρνω (πάρω, πήρα), λαμβάνω (λάβω)

kap

παίρνω (πάρω, πήρα) είδηση/χαμπάρι, βλέπω (δω, είδα), (észlel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ), καταλαβαίνω (καταλάβω)

észrevesz

(földről, járműre) παίρνω (πάρω, πήρα), (ruhát) βάζω (-λω), φορώ (-άω, -έσω), (munkahelyre) προσλαμβάνω (προσλάβω)

felvesz

(megfog) πιάνω (-σω), (elránt) παίρνω (πάρω, πήρα), (betegséget) κολλώ (-άω,-ήσω)

elkap

(telefonon) παίρνω (πάρω, πήρα) (στο) τηλέφωνο

felhív

(általában) παίρνω (πάρω, πήρα)

bevesz

καταλαβαίνω (καταλάβω, κατέλαβα), παίρνω (πάρω, πήρα)

elfoglal