Vänligen aktivera javascript för att använda ordbok! Hur aktiverar jag javascript?
παρατήρηση▼◼◼◼
αντιλαμβάνομαι▼
γνωρίζω▼
παίρνω (πάρω, πήρα) είδηση/χαμπάρι, βλέπω (δω, είδα), (észlel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ), καταλαβαίνω (καταλάβω)▼
παρατηρώ▼
προσέχω▼
είδηση (η, tsz. -εις)▼
↑