Grekiska | Ungerska |
---|---|
Κλινική κατάθλιψη | |
κολλοειδής κατάσταση | |
κόστος αντικατάστασης | |
(μέσα) σε μία ώρα, (vmi ideje alatt) κατά τη διάρκεια (+ birtokos eset) | |
μπορείτε να μεταφέρετε 1000 λίρες από τον τρεχούμενο λογαριασμό μου στο λογαριασμό κατάθεσης; | át tudna utalni1000 fontot a folyószámlámról a letéti számlámra? |
νέα εγκατάσταση | |
ναι, κατάλαβα | |
ο μέσος μισθός, ο κατά μέσον όρο μισθός | |
οι Τούρκοι πήραν/κατέλαβαν/κατάκτησαν την πόλη | |
οικονομική κατάσταση (συγκυρία) | |
πέρασε από το σπίτι μου κατά τις 5! | |
πήρες/κατάπιες τα φάρμακά σου | |
παροχή καταλύματος/κατάλυμα/στέγαση/προσωρινή διαμονή | |
περιβαλλοντική κατάρτιση/κατάρτιση σε θέματα | |
πηγαίνοντας για το σχολείο, (időben) κατά | |
πολυκατάστημα | áruház◼◼◼ |
προκατάληψη | elfogultság◼◼◼ hajlam◼◼◻ vélemény◼◼◻ |
προτυποποίηση/κατάρτιση (διαμόρφωση) μοντέλου | |
πρότυπη μονάδα/πειραματική εγκατάσταση | |
πυρηνική εγκατάσταση | |
ραδιενεργά κατάλοιπα πυρηνικής έκρηξης | |
σε ποιό κατάστρωμα βρίσκεται ...; | |
σκατά | |
σκατά (skatá) | |
σκλήρηνση κατά πλάκας | |
συγγνώμη, δεν κατάλαβα | |
συγκατάθεση | hozzájárul◼◼◼ beleegyezik◼◻◻ |
συνεπώς, κατά συνέπεια | |
σχέδιο αποκατάστασης | |
ταξινόμηση/κατάταξη/κατηγοριοποίηση/διαβάθμιση | |
τελικά κατάφερα να τον κάνω να αλλάξει γνώμη |