Grekiska | Ungerska |
---|---|
άγονη περιοχή | |
άδεια εισαγωγής | |
άδεια κατασκευής | |
άδεια κυνηγίου/κυνηγετική άδεια | |
άδεια οδήγησης | jogosítvány◼◻◻ |
άδεια παραμονής | |
άκουσες τις ειδήσεις; | |
άμεση πηγή εκπομπών | |
άνω βουλή | |
Άπω Ανατολή | |
Άπω Ανατολή (Ápo Anatolí) | |
Άυλη Πολιτιστική Κληρονομιά | |
άφησέ/άσε με (ήσυχο/η)! | |
έγκριση (τύπου)/επικύρωση/επιβεβαίωση/αποδοχή/άδεια | |
έδαφος οριακής απόδοσης | |
έζησα στον καναδά για έξι μήνες | |
έιχε κανείς πρόσβαση στις τσάντες σας μέχρι στιγμής; | |
έκπλυση/κατακρήμνιση ατμοσφαιρικών ρύπων λόγω βροχής | |
έλα γρήγορα! | |
έλεγχος εκπομπής(ών) | |
έλεγχος των γεννήσεων | |
έλεγχος των οχλήσεων | |
έμμεση πηγή εκπομπών | |
ένταση (ήχου) | |
Ένωση Κρατών της Νοτιοανατολικής Ασίας | |
Ένωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας | |
έπεσε η γραμμή | |
έπεσε η τιμή του δολαρίου | |
έργο (κατασκευής)/κατασκευαστική εργασία | |
έρευνα κοινής γνώμης/σφυγμομέτρηση | |
έρευνα οικοσυστήματος | |
έρευνα/διερεύνηση/εξερεύνηση/αναζήτηση | |
έρχομαι (έρθω, ήρθα) | |
έτσι είναι η ζωή! | |
έχασα την τραπεζική μου κάρτα | |
έχασα το εισητήριο μου | |
έχει βγει εδώ και δυο μήνες |