Greek | Hungarian |
---|---|
ύψος | magasság◼◼◼ köz◼◻◻ csúcs◼◻◻ fok◼◻◻ lejtés◼◻◻ |
ύψος καπνοδόχου | |
Άλμα εις ύψος | |
Γύψος | Gipsz◼◼◼ |
γύψος | kréta◼◼◼ |
λάσπη (laspi) , πηλός (pilos) , βόρβορος (vorvoros) , γύψος (gypsos) | iszap◼◼◼ sár◼◼◻ |
υπερβάλλον ύψος καπνοδόχων | |
υψόμετρο/ύψος |