Greek | Hungarian |
---|---|
τουφέκι | |
τουφέκι (toufeki) | |
τουφεκίζω | |
το υλικό, (szövet) το ύφασμα | anyag◼◼◼ |
(vmiről) παραιτούμαι (-ηθώ) | |
(συστατικό) στοιχείο του τοπίου | |
15 Αυγούστου | |
6 Αυγούστου | |
αγορά (του) περιβάλλοντος | |
αγροτουρισμός | agroturizmus◼◼◼ |
Αδελφότητα του Ιησού | |
αδίκημα εις βάρος του περιβάλλοντος | |
αέριο εξάτμισης (καυσαέριο) αυτοκινήτου οχήματος | |
αέριο (που προκαλεί το φαινόμενο) του θερμοκηπίου | |
αέριο του θερμοκηπίου | |
αερισμός του νερού (των υδάτων) | |
αζωτοδέσμευση/δέσμευση αζώτου | |
αζωτούχο λίπασμα | |
αιτούμαι | kér◼◼◼ kérelem◼◼◻ |
αιτούμενος | jelölt◼◼◼ felperes◼◼◻ jelentkező◼◼◻ |
αιτούσα | jelentkező◼◼◼ jelölt◼◼◻ |
άκρη του δρόμου | |
αλατούχο διάλυμα | sóoldat◼◼◼ |
αλατούχος | sós◼◼◼ só◼◼◻ |
αλλοίωση του τοπίου | |
αμιαντίαση/πνευμονοκονίωση εξ αμιάντου | |
αναγγελία θανάτου | |
ανάγλυφο του εδάφους | |
ανάλυση κόστους-οφέλους | |
ανάλωση (κατοχή) του τοπίου | |
ανατολή του ήλιου | |
ανήμερα χριστούγεννα |