Greek | Hungarian |
---|---|
Τηλέφωνο | Telefon◼◼◼ |
τηλέφωνο | telefonál◼◼◼ távbeszélő◼◼◼ |
τηλέφωνο (tiléfono) | telefon◼◼◼ |
τηλέφωνο (το) | |
(telefonon) παίρνω (πάρω, πήρα) (στο) τηλέφωνο | |
δε σε πήρα τηλέφωνο επειδή... | |
θα μπορούσατε να με καλέσετε τηλέφωνο στις επτά η ωρά; | |
κινητό (σύντμηση για κινητό τηλέφωνο) | |
κινητό τηλέφωνο | mobil◼◼◼ laptop◼◻◻ |
Κινητό τηλέφωνο | Mobiltelefon◼◼◼ |
κινητό τηλέφωνο (kinétó téléfono) | mobil◼◼◼ mobiltelefon◼◼◼ |
κλείνω το τηλέφωνο | |
μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο; | |
πάρε με τηλέφωνο όταν φτάσεις | |
πάρε με τηλέφωνο! | |
παίρνω τηλέφωνο | |
πρόσεχε να μη σου πέσει το τηλέφωνο (από τα χέρια)! | |
σταθερό τηλέφωνο |