Greek | Hungarian |
---|---|
στόμα | száj◼◼◼ szájüreg◼◻◻ |
στόμα (stóma) | száj◼◼◼ |
στόμαχος | gyomor◼◼◼ |
στόμαχος (stómachos) | gyomor◼◼◼ |
ανοίξτε το στόμα σας παρακαλώ | |
θέλετε να ξεπλύνετε το στόμα σας; | |
μπορείτε να ανοίξετε το στόμα σας παρακαλώ; | |
τρώω (φάω, έφαγα) με ανοικτό στόμα |