Greek | Hungarian |
---|---|
στη | mellett◼◼◼ |
στη βράση κολλάει το σίδερο | |
στη δεξιά πλευρά | |
στη θέση σου | |
στη μέση | |
στη μία | |
στη μία, | |
στη Νάξο πρέπει να αλλάξεις πλοίο | |
στη συγκεκριμένη περίπτωση | |
στη υγειά μας! | |
στηθοσκόπιο | |
στην αρχή | először◼◼◼ az elején◼◼◻ eredetileg◼◼◻ eleinte◼◼◻ |
στην αρχική θέση | vissza◼◼◼ |
στην Ελλάδα | |
στην εποχή του Μεγαλεξάνδρου | |
στην οθόνη | a képernyőn◼◼◼ |
στην ουσία, ουσιαστικά | |
στην πράξη | |
στην πραγματικότητα | valójában◼◼◼ tényleg◼◼◼ |
στην υγεία σου! | |
στην υγειά μας | |
στην ώρα του | |
στηρίζω | |
(εμπορικό) κατάστημα/συνεργείο (εργοστασίου) | |
(pl. sátrat) στήνω (-σω), (mond) στηρίζομαι (-χτώ) | |
(vmit) παρουσιάζω (-σω), (vkit) συστήνω (συστήσω, συνέστησα) | |
έκανα λάθος στη διεύθυνση | |
έμπειρο σύστημα | |
έχει πέσει το σύστημα αυτή τη στιγμή | |
έχετε ένα απόστημα | |
έχω δυσκολία στην αναπνοή | |
ήρθες πάνω στην ώρα | |
αγγειοπλάστης | |
αγοράστε ένα, πάρτε το δεύτερο στη μισή τιμή | 1-et fizet, a másikat féláron kapja (egyet vesz, a másikat féláron kapja) |
αγροσύστημα | |
αγστηρως |