Greek | Hungarian |
---|---|
στάση | |
στάση (η, tsz. -εις) | megálló◼◼◼ |
στάση λεωφορείου | buszmegálló◼◼◼ |
στασίδι | |
στάσιμος (-η-ο) | |
στασιμότητα | stagnálás◼◼◼ |
στάσου ένα δευτερόλεπτο | |
στάσου ένα λεπτό | |
στατικός | statikus◼◼◼ |
στατιστικά | |
στατιστικά στοιχεία | statisztika◼◼◼ |
στατιστικά στοιχεία σχετικά με τη βιομηχανική παραγωγή | |
στατιστικές περιβάλλοντος (για το περιβάλλον) | |
στατιστικές της περιφέρειας | |
Στατιστική | Statisztika◼◼◼ |
στατιστική/στατιστικά στοιχεία | |
στατιστικός | statisztikai◼◼◼ |
σταυροδρόμι | csomópont◼◼◻ |
σταυροκοπιέμαι | |
Σταυρόλεξο | |
σταυρόλεξο (staurolexo, stavrolexo) | |
σταυρός | ikszel◼◼◼ |