Greek | Hungarian |
---|---|
πρόληψη | megelőzés◼◼◼ tilalom◼◻◻ |
πρόληψη (αποφυγή) των επιπτώσεων | |
πρόληψη (αποφυγή) φυσικών κινδύνων | |
πρόληψη καταστροφής(ών) | |
πρόληψη κινδύνου | |
πρόληψη της ζημίας (βλάβης) | |
πρόληψη της ρύπανσης | |
πρόληψη των δασικών πυρκαγιών | |
πρόληψη των εκπομπών |