Greek | Hungarian |
---|---|
πρωί | reggel◼◼◼ délelőtt◼◻◻ |
πρωί (proí) | reggel◼◼◼ |
πρωί (το) | reggel◼◼◼ |
είχαμε πολύ δυνατή βροχή σήμερα το πρωί | |
θα φύγω το πρωί, (hivatalosan) προ μεσημβρίας | |
το πρωί | reggel◼◼◼ délelőtt◼◻◻ |
το πρωινό σερβίρεται από τις επτά εως τις δέκα το πρωί |