Greek | Hungarian |
---|---|
νομικός | jogi◼◼◼ jogász◼◻◻ törvényes◼◻◻ |
νομικός κλάδος | |
νομικός κλάδος (κόσμος)/νομικοί | |
νομικός κόσμος | |
νομικός σύμβουλος | ügyvéd◼◼◻ jogtanácsos◼◼◻ jogász◼◻◻ |
αστυνομικός | rendőr◼◼◼ |
αστυνομικός ερευνητής | |
γαστρονομικός | |
δημοσιονομικός | pénzügyi◼◼◼ |
κληρονομικός | |
μακροοικονομικός στόχος | |
νομική ρύθμιση/νομικός κανονισμός (κανόνας) | |
οικονομικός | gazdasági◼◼◼ pénzügyi◼◼◻ |
οικονομικός (-ή-ό) | |
οικονομικός ανταγωνισμός | |
οικονομικός σχεδιασμός | |
οικονομικός τομέας | |
οργανισμός (νομικός όρος) | |
υγειονομικός | egészség◼◼◼ |
υγειονομικός κανονισμός | |
χρηματοδοτικό μέσο/χρηματοοικονομικός τίτλος |