Greek | Hungarian |
---|---|
Πεδίο χαμηλού βαρομετρικού | |
πιεσόμετρο | |
πληρώνει μετρητά/τοις μετρητοίς | |
ποτενσιόμετρο | |
που βρίσκεται ένας χάρτης του μετρό; | |
πρόγραμμα μετρήσεων | |
προγραμματικό (χωροταξικό) μέτρο | |
προληπτικό μέτρο | |
προληπτικό υγειονομικό μέτρο | |
προστατευτικό μέτρο | |
προχώρα ευθέια για περίπου ένα μίλι (ένα μίλι είναι περίπου 1,6 χιλιόμετρα) | menjen egyenesen tovább kb. egy mérföldet (egy mérföld az kb. 1,6 km) |
στοιχειομετρία | |
συμμετρία | szimmetria◼◼◼ |
συμμετρικός | szimmetrikus◼◼◼ |
συμμετρικός κήπος γαλλικού τύπου | |
συσκευή (όργανο) μέτρησης/μετρητής | mérőeszköz◼◼◼ |
σφυγμομέτρηση (της κοινής γνώμης)/δημοσκόπηση | |
ταξίμετρο | |
τετραγωνικά μετρα | |
τετραγωνικό μέτρο | négyzetméter◼◼◼ |
Τετραγωνικό μέτρο | Négyzetméter◼◼◼ |
τετραγωνικό χιλιόμετρο | |
Τζάουλ (μονάδα μέτρησης) | Joule◼◼◼ |
τηλεμετρία | telemetria◼◼◼ távmérés◼◼◻ |
το θερμόμετρο | hőmérő◼◼◼ |
το χιλιόμετρο | kilométer◼◼◼ |
τοις μετρητοίς | készpénz◼◼◼ |
τριγωνομετρία | |
Τριγωνομετρία | |
τριγωνομετρική συνάρτηση | |
Τριγωνομετρική συνάρτηση | |
υγρόμετρο | |
υδατομετρία | |
Υπερβολή (γεωμετρία) | |
υπέρμετρα | túl◼◼◼ túlságosan◼◼◼ rendkívül◼◼◻ |