Greek | Hungarian |
---|---|
κριτική | kritika◼◼◼ bírálat◼◼◻ vizsgál◼◼◻ felülvizsgál◼◻◻ |
ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος) | |
διακριτική | diszkrét◼◼◼ |
διακριτική ευχέρεια | belátás◼◼◼ megítélés◼◼◼ |
διακριτική παρουσία | |
σανσκριτική | |
Σανσκριτική γλώσσα | |
συγκριτική δοκιμή/συγκριτική εξέταση |