Greek | Hungarian |
---|---|
εργοστάσιο | üzem◼◼◼ nyújt◼◼◻ mű◼◻◻ telep◼◻◻ |
εργοστάσιο (ergostásio) | gyár◼◼◼ |
εργοστάσιο χημικών | vegyi üzem◼◼◼ |
μονάδα (εργοστάσιο) που λειτουργεί με (χρησιμοποιεί) αέριο | |
μονάδα χημικής βιομηχανίας/εργοστάσιο χημικών | |
το εργοστάσιο | gyár◼◼◼ |