Greek | Hungarian |
---|---|
επικίνδυνο | veszélyes◼◼◼ |
επικίνδυνο εμπόρευμα | |
επικίνδυνο υλικό (κατ)εργασίας | |
επικίνδυνος | veszélyes◼◼◼ |
επικίνδυνος (-η-ο) | veszélyes◼◼◼ |
επικίνδυνος , επικίνδυνη , επικίνδυνο | |
επικίνδυνος / επικίνδυνη / επικίνδυνο | |
μεταφορά επικίνδυνου υλικού (φορτίου) |