Greek | Hungarian |
---|---|
ενδιαφέρον | érdeklődés◼◼◼ érdek◼◼◼ érdekel◼◼◻ figyelem◼◼◻ érdekeltség◼◼◻ |
ενδιαφέρον (το, tsz. ενδιαφέροντα) | |
ενδιαφέρον / ενδιαφέρουσα / ενδιαφέρον | |
ενδιαφέρον/συμφέρον/τόκος | |
ενδιαφέροντα | |
αυτό έχει ενδιαφέρον, (furcsa) περίεργος (-η-ο) | |
αυτό είναι ενδιαφέρον | |
δεν υπάρχει ενδιαφέρον για λεξικά | |
οικοζώνη/περιοχή οικολογικού ενδιαφέροντος |