Greek | Hungarian |
---|---|
δεξαμενή | tartály◼◼◼ tank◼◻◻ elem◼◻◻ |
δεξαμενή αερίου | |
δεξαμενή ανύψωσης σε διώρυγα | |
δεξαμενή αποθήκευσης υδρογονανθράκων | |
δεξαμενή κατακράτησης | |
Δεξαμενή σκέψης | |
δεξαμενή χώνευσης | |
δεξαμενή/λεκάνη/κοινοπραξία/όμιλος | |
δεξαμενή/τεχνητή λίμνη | |
λιμνοθάλασσα/δεξαμενή | |
ταμιευτήρας (υδάτων)/δεξαμενή (περισυλλογής) | víztározó◼◼◼ |
υδατοδεξαμενή |