Greek | Hungarian |
---|---|
βολή | lövés◼◼◼ |
(vmi elősegítése) η συμβολή, (anyagi) η συνεισφορά, (jóváhagyás) η συναίνεση, η έγκριση | |
αδαμιαία περιβολή | |
αναβολή | hosszabbítás◼◼◼ |
ανθρωπογενής μεταβολή του κλίματος | |
αποβολή | vetélés◼◼◼ abortusz◼◻◻ deszorpció◼◻◻ |
γεωγραφική προβολή | |
διαβολή | |
εισβολή | invázió◼◼◼ behatolás◼◼◻ |
εκβολή | torkolat◼◼◼ |
εκβολή ποταμού | |
ελεύθερη βολή | |
εμβολή | |
επιβολή του νόμου | bűnüldözés◼◼◼ rendőrség◼◻◻ |
επιβολή/(αναγκαστική) εκτέλεση/συμμόρφωση/εφαρμογή | |
η αναβολή | halasztás◼◼◼ |
η προκαταβολή | előleg◼◼◼ |
καταβολή | forrás◼◼◼ kezdet◼◼◻ származás◼◻◻ eredet◼◻◻ |
καταβολή των εισφορών | |
κλιματική μεταβολή | |
μεταβολή | változás◼◼◼ megváltozás◼◼◻ megváltozik◼◼◻ változtatás◼◼◻ |