Greek | Hungarian |
---|---|
αστήρ | |
έχετε δοκιμαστήριο; | |
αντιδραστήρας | atomreaktor◼◼◼ |
αντιδραστήρας ταχέων νετρονίων | |
αντιδραστήρας/οροθετικό ζώο | |
αντιδραστήριο | reakció◼◼◼ |
ανώτατο δικαστήριο | |
ασφάλεια του αντιδραστήρα | |
βιοαντιδραστήρας | bioreaktor◼◼◼ |
βραστήρας | |
γαστήρ | |
γυμναστήριο | tornaterem◼◼◼ edzőterem◼◼◻ |
γυμναστήριο, το | |
Διεθνές Δικαστήριο | |
Δικαστήριο | bíróság◼◼◼ |
δικαστήριο | törvényszék◼◼◼ tárgyalás◼◼◻ |
δικαστήριο (το) | bíróság◼◼◼ |
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης | |
Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | |
δικαστήριο/(ενώπιον της) δικαιοσύνη(ς)/αυλή | |
δικηγόρος (που ειδικεύεται στο να μιλάει σε δικαστήρια) | |
δραστήριος | aktív◼◼◼ |
είμαι μέλος στο γυμναστήριο | |
εξιλαστήριο θύμα | |
επωαστήρας | inkubátor◼◼◼ |
εργαστήρι | |
εργαστήρια | műhely◼◼◼ |
εργαστήριο |