Greek | Hungarian |
---|---|
έλεγχος | ellenőrzés◼◼◼ kontroll◼◼◻ vezérlés◼◻◻ audit◼◻◻ szabályoz◼◻◻ korlátoz◼◻◻ monitoring◼◻◻ vezérel◼◻◻ kontrollál◼◻◻ |
έλεγχος διαβατηρίων | |
έλεγχος εκπομπής(ών) | |
έλεγχος πλημυρών | |
έλεγχος ποιότητας/ποιοτικός έλεγχος | |
έλεγχος της ποιότητας του αέρα | |
έλεγχος της ρύπανσης | |
έλεγχος των γεννήσεων | |
έλεγχος των οχλήσεων | |
αντιμετώπιση (έλεγχος) της απερήμωσης | |
αυτοέλεγχος | |
δοκιμασία/δοκιμή/έλεγχος | |
εγκεφαλικό στέλεγχος | |
ενιαίος έλεγχος της ρύπανσης | |
επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτεία | |
ο έλεγχος | ellenőrzés◼◼◼ |
οικολογικός έλεγχος | |
παρακολούθηση/έλεγχος | |
περιβαλλοντική δήλωση (οικολογικός έλεγχος) | |
περιβαλλοντικός έλεγχος | |
περιορισμός (έλεγχος) του θορύβου | |
προστασία από τη διάβρωση/έλεγχος της διάβρωσης |