dicţionar Maghiar-Greac »

tar înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
társaság

λόχος

συντροφιά

συντροφικότητα

φιλία

társasag

παρέα

társasági

κοινωνικός◼◼◼

társaságkedvelő

κοινωνικός

társasjáték

επιτραπέζιο παιχνίδι

társtulajdonos

συνιδιοκτήτης◼◼◼

társulás

συσχετισμός/συσχέτιση/ένωση/σύνδεση

társulat

ένωση◼◼◼

εταιρεία◼◼◼

σύλλογος

σύνδεσμος

tart

έχουν◼◼◼

λήψη◼◼◻

αναφορά◼◼◻

τελικά◼◻◻

λόγος◼◻◻

λογαριασμός◼◻◻

έχω◼◻◻

τελευταίος◼◻◻

αμπάρι◼◻◻

τελικός

τηρώ

θεωρώ

κράτημα

λαβή

αντέχω

βαστάω

διαρκώ

διατηρώ

καλαπόδι

κρατώ

παίρνω

συνεχίζω

συντηρώ

tart (→ κρατιέμαι tartja magát)

κρατάω

tart, vél (→ θεωρούμαι [+alanyeset] tartják vmilyennek)

θεωρώ

tartalék

απόθεμα◼◼◼

2345