dicţionar Maghiar-Greac »

tar înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tárolás

αποθηκευτικός

tároló

αποθήκευση◼◼◼

μνήμη◼◼◻

δοχείο◼◼◻

αποθηκευτικός

φύλαξη

tározó lecsapolás

αποστράγγιση φράγματος

társ

σύντροφος◼◼◼

συνεργάτης◼◼◼

πλησίον◼◻◻

παρτενέρ

συνέταιρος

συνοδός

ταίρι

φίλος

társadalmi

κοινωνικός◼◼◼

társadalmi csoport

κοινωνική ομάδα◼◼◼

társadalmi felmérés

κοινωνική έρευνα

társadalmi jólét

κοινωνική πρόνοια

társadalmi kapcsolatok

δημόσιες σχέσεις

társadalmi részvétel

συμμετοχή του δημοσίου

társadalmi viselkedés

κοινωνική συμπεριφορά

Társadalom

Κοινωνία◼◼◼

társadalom

εταιρεία◼◼◼

társadalomtudomány

κοινωνικές επιστήμες◼◼◼

κοινωνιολογία◼◻◻

társadalomvédelem

κοινωνική προστασία

társalgás

συνομιλία◼◼◼

κουβέντα

ομιλία

συζήτηση

társalgó

αίθουσα αναμονής◼◼◼

σαλόνι

társaság

εταιρεία◼◼◼

εταιρία◼◼◻

ομάδα◼◻◻

κοινωνία◼◻◻

σύλλογος◼◻◻

παρέα

κομπανία

1234