dicţionar Maghiar-Greac »

tő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
hívjon egy ment!

κάλεσε ένα ασθενοφόρο

hőveze

αγωγός◼◼◼

ψυγείο◼◼◼

καλοριφέρ◼◻◻

(auban)

καλοριφέρ◼◼◼

folyadék

ψυκτικό◼◼◼

ipar

ψυκτική βιομηχανία

készülék

ψυγείο◼◼◼

közeg

ψυκτικό (μέσο) (υγρό)◼◼◼

olaj

ψυκτικό έλαιο

szekrény

ψυγείο (το)◼◼◼

ψύκτης◼◻◻

το ψυγείο◼◻◻

ψύκτης/ψυγείο

torony

πύργος ψύξης◼◼◼

víz

ψυκτικό◼◼◼

νερό ψύξης/ψυκτικό ύδωρ

idegenveze

ξεναγός

ξεναγός (ο/η)

ο/η ξεναγός

(igeköként) ξανα- újra(-), még egyszer, megint, legközelebb, máskor is

ξανά

illeszprogram

οδηγός

imporr

εισαγωγέας◼◼◼

iratgyűj

ντοσιέ◼◼◼

φάκελος

ismerte

φυλλάδιο◼◼◼

διάταξη◼◼◻

jachtkikö

μαρίνα◼◼◼

jelens

σημαντικός◼◼◼

σημαντικός (-ή-ό)◼◼◼

μεγάλος◼◼◻

μείζων◼◻◻

σοβαρός◼◻◻

ικανός◼◻◻

υγιής◼◻◻

αξιόλογος

ειδικότητα

jelens kockázat

μείζων κίνδυνος

jelensen

σημαντικά◼◼◼

αξιοσημείωτα◼◻◻

6789