dicţionar Maghiar-Greac »

nő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
tanító, tanár

δασκάλα (η)

tekc

χελώνα

teks

νεροχελώνα (nerochelóna)

χελώνη

teksbéka

χελώνια◼◼◼

νεροχελώνα (nerochelóna)

χελώνη

tengeri teks

θαλάσσια χελώνα◼◼◼

titkár / titkár

γραμματέας

titkár

γραμματέας◼◼◼

γραμματικός

σκρίνιο

titkár()

γραμματέας (ο/η)◼◼◼

táncos

χορευτής

χορεύτρια

török ember/férfi –

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

török(ember/férfi – )

Τούρκος (ο) – Τουρκάλα (η)

van barátd?

έχεις κανένα κορίτσι;

vízbe törté kibocsátás

εκπομπές στα ύδατα◼◼◼

zökkementes

ως◼◼◼

ακόμη◼◼◻

ακόμη και◼◼◻

ούτε◼◻◻

απαλός

εξομαλύνω

λείος

ομαλός

ápoló

νοσοκόμος◼◼◼

αδελφή

η νοσοκόμα

θηλάζω

νοσηλευτής

νοσηλεύτρια

νοσοκόμα

παραμάνα

ápoló (f)

νοσοκόμος (nosokomos)◼◼◼

νοσηλευτής (nosileftis)

νοσηλεύτρια (nosileftria)

νοσοκόμα (nosokoma)

átme

μέσω◼◼◼

78910