dicţionar Maghiar-Greac »

nő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
méhkirály

μέλισσα βασίλισσα

nevelő

παραμάνα

olasz(ember/férfi - )

Ιταλός (η) – Ιταλίδα (η)

orvos

ιατρός◼◼◼

γιατρός

orvos (f)

ιατρός◼◼◼

γιατρός

osztálytárs

συμμαθήτρια (η)

pap

ιέρεια

papírzsebke

χαρτομάντιλα

parkolási eller

τροχονόμος

pihe/üdülőterület

περιοχή αναψυχής

rendőr

αστυνομικίνα

αστυνομικός

rendőr (f)

(astinomikós)

αστυφύλακας

szakács

μαγείρισσα

szembetű

εμφανής◼◼◼

περίοπτος

szennyezésellerzési beruházás

επένδυση για τον έλεγχο της ρύπανσης

szennyezésellerzési intézkedés

μέτρο ελέγχου της ρύπανσης

szennyezésellerzési technológia

τεχνολογία ελέγχου της ρύπανσης

szép vagy (nek lehet mondani)

είσαι πολύ όμορφη (σε γυναίκες)

színész

actor

szövő

υφάντρια

szülész

μαία◼◼◼

μαία (maía)◼◼◼

μαμή

μαμμή

μαμμή (mammí)

sógor

νύφη◼◼◼

tanár

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

καθηγήτρια (η)

tanító

δάσκαλος

δάσκαλος (dáskalos)

δασκάλα

δασκάλα (daskála)

6789