dicţionar Maghiar-Greac »

nő înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă

αύξηση◼◼◼

θήλυ◼◻◻

κορίτσι

αβγατίζω

αναπτύσσομαι

αυξάνομαι

αυξάνω

μεγαλώνω

πληθύνω

συμβία

σύζυγος

φιλενάδα

Γυναίκα◼◼◼

, feleség

γυναίκα (η)

csábász

γυναικάς

καρδιοκατακτητής

μπερμπάντης

gyógyász

γυναικολόγος

gyógyászat

γυναικολογία◼◼◼

gyűlölet

μισογυνία

μισογυνισμός

gyűlölő

μισογύνης

i

γυναικείος◼◼◼

θηλυκός◼◻◻

θηλυκό◼◻◻

κυρίες

i nemi szervek

αιδοίο

μουνί

i ruha

γυναικεία

ies

γυναικείος

θηλυκός

iesség

θηλυκότητα◼◼◼

ivarú

θηλυκό◼◼◼

θηλυκός◼◼◻

θήλυ◼◼◻

nem

θηλυκό◼◼◼

γυναικείος

θηλυκός

nemű

θηλυκό◼◼◼

γυναικείος

12