dicţionar Maghiar-Greac »

ő înseamnă în Greacă

GreacăMaghiară
I. főnév το πηγούνι II. ige στέκομαι (σταθώ) (όρθιος)

áll

I. ige (tart) κρατώ (-άω, -ήσω), (megfog) πιάνω (-σω), nem fog a toll δεν γράφει το στυλό (segédig a jövő idő kifejezésére) θα mit fogsz csinálni? τι θα κάνεις; II. főnév το δόντι

fog

I. ige κάνω εμετό II. kérdő névmás πόσοι-ες-α

hány

kötőszó πως, ότι

hogy

(melléknév) αυτόματος-η-ο, (főnév) το (αυτόματο) μηχάνημα

automata

(melléknév) χρυσός-ή-ό, (főnév) το χρυσό

arany

(nyereség) το κέρδος, (előny) το όφελος

haszon

névelővel: ο, η, το)

az egész

(térben) κάτω από, (időben) (μέσα) σε

alatt

(téves) λανθασμένος-η-ο, (nem tökéletes) ελαττωματικός-ή-ό, (tehet vmiről) φταίω

hibás

(virágé) η γλάστρα, (tetőn) το κεραμίδι

cserép

(vmi iránt) ενδιαφέρομαι (-θώ)(+ για), (vmi felől) ρωτώ (-άω, -ήσω)(+ για)

érdeklődik

(vmilyen eredményért kapott) το βραβείο, το έπαθλο, (díjazás) η (αντ)αμοιβή, (befizetendő) το τέλος

díj

έχουμε πολύ χρόνο/καιρό μέχρι τα Χριστούγεννα, (órákban mérhető idő) η ώρα

sok idő van karácsonyig

αποχαιρετώ (-άω, -ήσω) (+tárgyeset vktől)

elbúcsúzik

γιατί είναι αναμμένο το φως; II. főnév ο ουρανός

miért ég a lámpa?

δε θα φανώ για κάποιο χρονικό διάστημα, az előadás ideje alatt κατά τη διάρκεια της διάλεξης

egy ideig nem fogok mutatkozni

δεν έχει αρκετό χώρο, (pl. ülő-) η θέση

nincs elég hely◼◼◼

δεν έχω τη δυνατότητα να αρνηθώ, (eshetőség) το ενδεχόμενο, (valószínűség) η πιθανότητα

nincs lehetőségem nemet mondani

η κοπέλα, (főleg fiatalabb) το κορίτσι, (vki lánya) η κόρη

lány

η λάμπα, (forgalmi jelzőlámpa) το φανάρι, (reflektor) ο προβολέας

lámpa

η ουσία, (jelentőég) η σημασία

lényeg

η ταινία, (főleg mozi-) το έργο, (fényképezéshez) το φιλμ

film◼◼◼

καίγομαι (καώ, κάηκα) (anyagilag) μένω (μείνω) από λεφτά, (mások előtt) γίνομαι (γίνω) ρεζίλι

leég

κατά την εποχή της τουρκοκρατίας, (időtartam) το (χρονικό) διάστημα, η διάρκεια

a török uralom ideje alatt

κατέβα από κει! (vmiről) βγαίνει (βγει, βγήκε)

gyere le onnan!

μένεις σε ωραίο μέρος, (pl. férő-) ο χώρος

szép helyen laksz

ξεσυνηθίζω (-σω) (+ tárgyeset vmtől)

elszokik

ο χρόνος, (időjárás is) ο καιρός

idő◼◼◼

πηγαίνοντας για το σχολείο, (időben) κατά

útban az iskola felé

πληροφορούμαι (-ηθώ) (+ tárgyeset/για vmről )

értesül

πρώτα, (első alkalommal) πρώτη φορά

először◼◼◼

ρίμα που/ότι δεν ήρθες, (kötőmóddal) να

kár, hogy nem jöttél el

το κοινό, (nézők) οι θεατές

közönség◼◼◼

το περιβάλλον, (miliő) ο περίγυρος

környezet◼◼◼

τους επισκέπτες τους περιμένουμε με διάφορα προγράμματα, (eltérő) διαφορετικός (-ή-ό)

különböző programokkal várjuk a látogatókat

φοβάμαι (-ηθώ)(+ tárgyeset vmtől)

fél

φροντίζω (-σω)(+ Τ vkről / για vmről)

gondoskodik

12