dicţionar Maghiar-Greac »

áll înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
áll

είναι◼◼◼

κράτος◼◼◼

κάλυψη◼◼◻

κάλυμμα◼◻◻

εναλλακτικός◼◻◻

έχω◼◻◻

είμαι

καπάκι

γενειάδα

λαιμό

πηγούνι

σκέπη

I. főnév το πηγούνι II. ige στέκομαι (σταθώ) (όρθιος)

γένι

πηγoύνι

πιγούνι

σαγόνι

στέκομαι

áll, megáll

στέκομαι (σταθώ)

áll valamilyen gyógyszeres kezelés alatt?

παίρνετε καθόλου φάρμακα τώρα;

állag

συνέπεια

állam

κράτος◼◼◼

χώρα◼◼◼

καθεστώς◼◼◼

πολιτεία◼◼◼

κατάσταση◼◼◻

επικράτεια◼◼◻

βασίλειο◼◼◻

ξηρά◼◻◻

έθνος◼◻◻

δηλώνω

διατυπώνω

államadósság

δημόσιο χρέος◼◼◼

államapparátus

διαχείριση

államcsíny

πραξικόπημα◼◼◼

államelnök

πρόεδρος

államháztartás

δημόσια οικονομικά◼◼◼

προϋπολογισμός◼◻◻

állami

κράτος◼◼◼

καθεστώς◼◼◼

12