dicţionar Maghiar-Greac »

ön înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
ön

σε◼◼◼

αυτή◼◼◻

εσείς◼◼◻

σου◼◼◻

εσάς◼◼◻

ναι◼◻◻

εσύ

ön-

αυτο-

ön alighanem jobban tudja nálam

εσείς θα ξέρετε καλύτερα από μένα

ön mivel foglalkozik?

εσείς με τι ασχολείστε;

önazonosság

ταυτότητα◼◼◼

önbecsülés

αυτοεκτίμηση◼◼◼

önbizalom

αυτοπεποίθηση

önelégült

αυτάρεσκος

κομπορρήμων

ματαιόδοξος

ψωνισμένος

ψώνιο

önelégültség

αυτοϊκανοποίηση

önfegyelem

αυτοέλεγχος

αυτοσυγκράτηση

önfejű

ισχυρογνώμων

πεισματάρης

öngyilkos

αυτόχειρας

öngyilkos lesz

αυτοκτονώ

öngyilkos merénylő

βομβιστής αυτοκτονίας◼◼◼

öngyilkosság

αυτοκτονία◼◼◼

αυτοκτονία (aftoktonía)◼◼◼

αυτοχειρία

αυτοχειρία (aftocheiría)

αυτόχειρας

önismeret

αυτογνωσία◼◼◼

önjáró

κινητό◼◼◼

κινητός◼◼◼

αυτοπροωθούμενος◼◼◻

önkielégítés

μαλακία

önkiszolgálás

αυτοεξυπηρέτηση◼◼◼

önkiszolgáló

αυτοεξυπηρέτηση◼◼◼

önkormányzat

κοινότητα◼◼◼

αυτονομία◼◻◻

12