Greacă | Maghiară |
---|---|
κινητό | mobiltelefon◼◼◼ mobil◼◼◼ önjáró◼◻◻ |
κινητό (kinétó) | mobiltelefon◼◼◼ mobil◼◼◼ |
κινητό (σύντμηση για κινητό τηλέφωνο) | |
κινητό τηλέφωνο | mobil◼◼◼ laptop◼◻◻ |
Κινητό τηλέφωνο | Mobiltelefon◼◼◼ |
κινητό τηλέφωνο (kinétó téléfono) | mobil◼◼◼ mobiltelefon◼◼◼ |
κινητός | mobil◼◼◼ mozgatható◼◼◼ önjáró◼◻◻ |
κινητός (-ή-ό) | mobil◼◼◼ |
αυτοκινητόδρομος | út◼◼◼ autóút◼◼◻ |
αυτοκινητόδρομος υπερταχείας κυκλοφορίας | |
αυτοκινητόδρομος/λεωφόρος | |
αυτοκινητόδρομος/οδός ταχείας κυκλοφορίας | |
μπορώ να δανειστώ το κινητό σου παρακαλώ; | |
ο αυτοκινητόδρομος, η εθνική οδός | |
πρέπει να φορτίσω το κινητό μου |