dicţionar Maghiar-Greac »

ön înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
önkormányzat

δήμος/δημαρχία

δημαρχία

δημαρχείο

önkormányzati környezetpolitika

περιβαλλοντική πολιτική της δημοτικής αρχής (του δήμου)

önkormányzati környezetvédelmi terv

δημοτικό περιβαλλοντικό σχέδιο

önkormányzati köztisztasági szolgáltatás

δημοτική υπηρεσία καθαριότητας

önkormányzati politika

πολιτική της τοπικής αυτοδιοίκησης

önkormányzati szint

επίπεδο δημοτικής αρχής

önkormányzati törvény

δημοτικό δίκαιο/δίκαιο τοπικής αυτοδιοίκησης

önként

εθελοντικός◼◼◼

önkéntes

εθελοντής◼◼◼

εθελοντικός◼◼◻

εκούσιος◼◼◻

προαιρετικός◼◼◻

εθελούσιος◼◻◻

önkéntesség

εθελοντισμός◼◼◼

önkényuralom

αυταρχία

δεσποτισμός

önkívület

έκσταση

önmegtagadás

αυταπάρνηση

önműködő

αυτόματο◼◼◼

αυτόματος◼◼◻

önműködően

αυτόματα◼◼◼

önnek ... nál kell átszállni

θα χρειαστεί να αλλάξετε στο ...

önre bízom

θα το αφήσω πάνω σας

önrendelkezés

αυτοδιάθεση◼◼◼

αυτονομία◼◻◻

önt

εσάς◼◼◼

ποτίζω

χέω

χύνω

öntelt

αυτάρεσκος

ματαιόδοξος

υπερόπτης

ψωνισμένος

önteltség

αλαζονεία

ματαιοδοξία

υπεροψία

öntvény

γύψος

öntés

καλούπωμα◼◼◼

123