Greacă | Maghiară |
---|---|
όσο | amennyiben◼◼◼ ha◼◼◼ mivel◼◼◼ mint◼◼◼ (amennyire)◼◼◻ ameddig◼◼◻ amint◼◼◻ míg◼◼◻ miközben◼◼◻ ahogyan◼◼◻ miként◼◼◻ ugyanis◼◻◻ olyan◼◻◻ annyira◼◻◻ minthogy◼◻◻ |
όσο για μένα | |
όσο είμαι εδώ | |
όσο περισσότερα τρως τόσο πιο πολύ θα χαρεί η γιαγιά | |
όσο: | amennyire◼◼◼ |
όσοι-ες-α | |
όσος (-η-ο) | |
(határozószó, középfok mellett) τόσο | |
I. ige κάνω εμετό II. kérdő névmás πόσοι-ες-α | |
έλα όσο πιο νωρίς γίνεται! | |
έφαγε ένα ολόκληρο κοτόπουλο, (πράγμα) που δεν είναι και τόσο εύκολο | |
αίτιο (αιτιολογία) νόσου | |
για πόσο καιρό συνεχίζεται; | |
για πόσο καιρό; | |
δεν έχω ξαναφάει τόσο πολλά | |
δεν έχω τόσους φίλους όσους εσύ | |
δεν ήξερα ότι με αγαπάς τόσο πολύ | |
δεν είναι τόσο έξυπνος όσο δείχνει, | |
δεν είναι τόσο μακρυά όσο νομίζεις | |
δρόσος | |
δρόσος (drósos) | |
είναι τόσο μακριά; (ilyen nagyon) τόσο πολύ |