ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

ver σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
versengés

ανταγωνισμός◼◼◼

συναγωνισμός

verseny

διαγωνισμός◼◼◼

πορεία◼◼◻

συναγωνισμός◼◼◻

αγώνας◼◼◻

ρεύμα◼◼◻

κούρσα◼◻◻

αγώνας για επιβίωση

ράτσα

φυλή

verseny, mérkőzés

αγώνας (ο)

verseny torzulása

στρέβλωση του ανταγωνισμού◼◼◼

versenyez

συναγωνίζομαι

Versenymű

Κοντσέρτο

versenytörvény

δίκαιο του ανταγωνισμού

versenyvizsga

ανταγωνιστική εξέταση

versenyző

ανταγωνιστής◼◼◼

versszak

στίχος

στροφή

vérszegény

αναιμικός

vérszegénység

αναιμία◼◼◼

vérszomjas

αιμοδιψής

vértanú

μάρτυρας

vértesztet kell csinálnunk

χρειάζεται να κάνεις μια εξέταση αίματος;

vertikálisan

κάθετα◼◼◼

vértolulásom van

νιώθω κορεσμένος

vérzékenység

αιμοφιλία

vérzik

αιμορραγώ

αιμορραγώ (aimorragó)

ματώνω

ματώνω (matóno)

verzió

έκδοση◼◼◼

πρότυπο◼◻◻

εκδοχή◼◻◻

υπόδειγμα◼◻◻

μοντέλο

a vérnyomása ...

η πίεση σας είναι ...

adverbium

επίρρημα

agyvérzés

εγκεφαλικό◼◼◼

1234

Το ιστορικό σας