ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tele σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
telezvény

γραμμάτιο◼◼◼

követelés

περιουσιακό στοιχείο◼◼◼

αίτημα◼◼◻

πίστωση◼◼◻

ενεργητικό◼◼◻

ισχυρισμός◼◼◻

διεκδίκηση◼◻◻

πιστωτικός◼◻◻

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

követelés, igény

απαίτηση (η, tsz. -εις)

lakosság összetétele

σύνθεση του πληθυσμού

lakótelep

ο συνοικισμός

lekötelez

υποχρεώνω

υποχρεώνω (-σω)

leköteleztél

με υποχρέωσες

lemond, érvénytelenít

ακυρώνω

lényegtelen

μικρή◼◼◼

(jelentéktelen) ασήμαντος (-η-ο)

ασήμαντος / ασήμαντη / ασήμαντο

άσχετος

letelepedés

η εγκατάσταση◼◼◼

levéltelen

άφυλλος

megítélés

κρίση◼◼◼

άποψη◼◼◼

απόφαση◼◼◼

γνώμη◼◼◻

διακριτική ευχέρεια◼◼◻

διάκριση◼◼◻

διάθεση◼◻◻

στάση◼◻◻

menetelés

εμβατήριο

méregtelenítés

απομόλυνση

αποτοξίκωση

αποτοξίνωση/αποτοξίκωση/εξουδετέρωση τοξικών ουσιών

εξουδετέρωση τοξικών ουσιών

mesztelen csiga

γυμνοσάλιαγκας

mezítelen

γυμνός

meztelen

γυμνό◼◼◼

γυμνός

γυμνός (gymnós)

891011

Το ιστορικό σας