ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tele σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kéntelenítés

αποθείωση◼◼◼

kényszerít (→ αναγκάζομαι kényszerül, kénytelen)

αναγκάζω

kénytelen

αναγκασμένος (-η-ο)◼◼◼

képtelen

ανίκανος◼◼◼

αποκλίνων

παράλογος

képtelenség

ασυναρτησία

παραλογισμός

πράσινα άλογα

φούμαρα

keresztelés

βάπτισμα

βάφτιση

βαφτίσια

kérjük kapcsolják ki mobiltelefonjaikat és elektromos készülékeiket

παρακαλώ κλείστε όλα τα κινητά τηλέφωνα και τις ηλεκτρονικές συσκευές

kétségtelen

ομολογουμένως◼◼◼

kétségtelenül

αναμφίβολα◼◼◼

αναμφισβήτητα◼◼◻

αδιαμφισβήτητα◼◼◻

ασφαλώς◼◼◻

πρέπει◼◼◻

σίγουρα◼◼◻

οπωσδήποτε◼◻◻

ομολογουμένως◼◻◻

kivételes

εξαιρετικός◼◼◼

έκτακτος◼◼◻

μεμονωμένος◼◻◻

kivételes adó

έκτακτος φόρος

kivételesen

εξαιρετικά◼◼◼

kivitelezés

εκτέλεση◼◼◼

εφαρμογή◼◼◻

υλοποίηση◼◼◻

σχέδιο◼◻◻

σχεδίαση◼◻◻

διάταξη◼◻◻

kölcsönkérhetném a telefonodat?

μπορώ να δανειστώ το κινητό σου παρακαλώ;

könyörtelen

αλύπητος

ανελέητος

környezetileg helytelen irányítás

περιβαλλοντική παράβαση

Körülmetélés

Περιτομή

telék

δεσμός◼◼◼

6789

Το ιστορικό σας