Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
Μελιτζάνα▼◼◼◼
μελιτζάνα (melitzána) , παπούτσι (papoutsí, "shoe") (colloquial)▼◼◼◼
μελιτζανί▼
μουσακάς (ο, tsz. μουσακάδες)▼
↑