Ενεργοποιήστε τη Javascript για να χρησιμοποιήσετε το λεξικό! Πώς να ενεργοποιήσω τη Javascript;
θηλυκό▼◼◼◼
αυτή▼◼◻◻
θήλυ▼
θηλυκή▼
θηλυκός▼
θηλυκός (thilykós)▼
γυναικείος▼
λύκαινα (líkena)▼
σκύλα▼
σκύλα (skýla)▼
θηλυκό (thilykó)▼◼◼◼
θήλυ (thíly)▼
λέαινα▼
λέαινα (léaina)▼
λιονταρίνα▼
λιονταρίνα (liondarína)▼
↑